δίσκος — quoit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… … Dictionary of Greek
βλαστικός δίσκος — Μέρος του αβγού των ζώων με δισκοειδή κυτταρική διαίρεση. Περιέχει έναν πυρήνα και είναι ελεύθερος από τη λέκιθο. Κατά τη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης, ο β.δ. μετασχηματίζεται σε μια στιβάδα κυττάρων (βλαστόδερμα), που περιβάλλει τη λέκιθο … Dictionary of Greek
δίσκω — δίσκος quoit masc nom/voc/acc dual δίσκος quoit masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδδίσκος — δίσκος , δίσκος quoit masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκε — δίσκος quoit masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκοι — δίσκος quoit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκοιο — δίσκος quoit masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκοις — δίσκος quoit masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)